δέκατος

δέκατος
δέκᾰτος (Arc. [full] δέκοτος IG5(2).282 (Mantinea, v B.C.), also [dialect] Aeol. in Epigr.Gr.988.5 ([place name] Balbilla)), η, ον: ([etym.] δέκα):—
A tenth,

Ἠώς Il.6.175

, etc.; as a round number, Od.16.18, etc.
II [full] δεκάτη (sc. μερίς), , tenth part, tithe,

τᾶς δεκάτας δεκάταν Simon.141.4

, cf. Hdt.2.135
, etc.;

τῇ θεῷ τὰς δ. ἐξαιρεθῆναι Lys.20.24

; τὰ ἐκ τῆς δ. the produce of the tenth, IG12.91, cf. Tab.Defix.99.14: esp. as a customs-duty, D.20.60;

δεκάτη μόσχων PTeb.307.8

(iii A.D.).
2 δεκάτη (sc. ἡμέρα), , the tenth day, Od.9.83, al.
b δ. προτέρα· ἡ πρὸ εἰκάδος, ὡς ὑστέρα· ἡ μετ' εἰκάδα, Hsch.
3 festival on the tenth day after birth, when the child has a name given it, τὴν δ. θύειν to give a naming-day feast, Ar.Av.922, cf. 494;

δ. ὑπέρ τινος ἑστιᾶσαι D.40.28

, cf. 39.22.
4 δεκάτα· τάξις, ἄθροισμα, καὶ ἡ τῶν εἴκοσιν ἁρμάτων τάξις, Hsch.
5 δέκατον, τό, tenth part, LXX Le.23.13,17 (pl.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δέκατος — tenth masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέκατος — η, ο (AM δέκατος, η, ον) Ι. αυτός που έχει τον αριθμό δέκα στην αρίθμηση κατά σειρά II. το θηλ. ως ουσ. η δέκατη και η δεκάτη (AM δεκάτη) 1. η δέκατη μέρα τού μήνα 2. το ένα δέκατο ποσότητας προϊόντων ή άλλων αγαθών 3. προσφορά τού ενός δεκάτου… …   Dictionary of Greek

  • δέκατος — η, ο τακτ. αριθμ. επίθ. 1. αυτός που στη σειρά βρίσκεται στον αριθμό δέκα: Ήρθε δέκατος στις εισαγωγικές εξετάσεις. 2. το ουδ. ως ουσ., δέκατο το καθένα από τα δέκα ίσα μέρη ενός διαιρεμένου πράγματος: Το ένα δέκατο του πληθυσμού είναι αλλοεθνείς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεκάτω — δέκατος tenth masc/neut nom/voc/acc dual δέκατος tenth masc/neut gen sg (doric aeolic) δεκά̱τω , δεκάω pres imperat act 3rd sg δεκατόω take tithe of pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δεκατόω take tithe of imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκάτων — δέκατος tenth fem gen pl δέκατος tenth masc/neut gen pl δεκά̱των , δεκάω pres imperat act 3rd pl δεκά̱των , δεκάω pres imperat act 3rd dual δεκατόω take tithe of imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) δεκατόω take tithe of imperf ind act 1st sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέκατον — δέκατος tenth masc acc sg δέκατος tenth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκάταις — δέκατος tenth fem dat pl δεκάτη fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκάτη — δέκατος tenth fem nom/voc sg (attic epic ionic) δεκάτη fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκάτην — δέκατος tenth fem acc sg (attic epic ionic) δεκάτη fem acc sg (attic epic ionic) δεκά̱την , δεκάω imperf ind act 3rd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκάτης — δέκατος tenth fem gen sg (attic epic ionic) δεκάτη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκάτοιο — δέκατος tenth masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”